αθλομανία

αθλομανία
η [αθλομανής]
υπερβολική αγάπη ή ενασχόληση με τον αθλητισμό, φανατική απασχόληση με τα αθλητικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθλομανής — ές αυτός που αγαπά με πάθος τον αθλητισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθλος + μανής < ἐμάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. μαίνομαι. ΠΑΡ. αθλομανία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”